- δίστηλος
- -η, -ο (AM δίστηλος, -ον)αυτός που έχει δύο στήλεςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δίστηλοα) δημοσίευμα (άρθρο κ.λπ.) που καταλαμβάνει δύο στήλεςβ) παλαιό ασημένιο ισπανικό νόμισμα (επειδή είχε στη μιά όψη τις δύο στήλες τού Ηρακλέους), κολονάτο.
Dictionary of Greek. 2013.